ⓐ chained, fettered, of divving beings & parts of them (syn αλυσόδετος 1b, αλυσωμένος, σιδηροδέσμιος L):
αλυσοδεμένα αγρίμια |
αλυσοδεμένο θεριό, e.g. δε μ' αρέσουν τ' αλυσοδεμένα θεριά που τα σέρνουν (Venezis) |
χαζεύαν μπροστά στα βαριά αλυσοδεμένα θεριά, που τα βάζανε να χορεύουν (id.) |
το αλυσοδεμένο σαξονικό θεριό (i.e. England) |
με τα χέρια αλυσοδεμένα, e.g. σου γράφω με τα χέρια αλυσοδεμένα| δεσμώτες αλυσοδεμένοι |
αλυσοδεμένοι πιστάγκωνα |
αλυσοδεμένος -η -ο σε μια κολόνα |
ο αλυσοδεμένος -η -ο Προμηθέας |
τον πήρε αλυσοδεμένο ένας καπετάνιος |
τον πήγαν αλυσοδεμένο στη φυλακή |
είδε αλυσοδεμένους χριστιανούς, που πήγαιναν να τους πουλήσουν (Vacalop) |
το σφιχτό του τ' αχείλι, σφιχτό και σαν αλυσοδεμένο, έδειχνε πείσμα (Psichari) |
ο λόρδος κρεμάστηκε αλυσοδεμένος -η -ο απάνω από μια σιγανή φωτιά ωσότου έγινε κάρβουνο (Kazantz) |
οι γαλεριάνοι σκλάβοι τραβούσαν τα βαριά κουπιά αλυσοδεμένοι πάνω στους μπάγκους τους (Evelpidis) |
ένας κατάδικος αλυσοδεμένος -η -ο στον πάσσαλό του (Panagiotop) |
poem τον κόρακα κι αν μέρωσες κι αν αλυσοδεμένο | σέρνεις το γύπα πίσω σου, Bιλαρδουίνε, | τη σκάλα μη την απολνάς κλ (Malakasis) |
στα σίδερα αλυσοδεμένο | μ' έχουν σφιχτά του Mεντρεσέ (Skipis)
② subjugated, enslaved (syn αλυσόδετος 2, σκλαβωμένος, υποδουλωμένος):
αλυσοδεμένη πατρίδα |
αλυσοδεμένα αδέρφια (i.e. enslaved fellow nationals) |
αλυσοδεμένα μυαλά |
gnom ο άνθρωπος γεννήθηκε λεύτερος κι όμως σ' ολόκληρη τη γη είναι αλυσοδεμένος -η -ο (Vrettakos) |
το δαιμόνιο που αισθάνομαι μέσα μου να με κρατεί αλυσοδεμένο και να με τραβά όπου αυτό θέλει (Palam) |
σύρθηκε αλυσοδεμένος -η -ο απ' την απελπισία και την απογοήτευση στα φαληρικά νερά και επνίγη (id.) |
ανοίχτηκε ένα παράθυρο από φως στον αλυσοδεμένο ορίζοντα και γυρίσαμε σα νικητές θριαμβευτές στη σκλαβωμένη πολιτεία (Tsatsos) |
οφείλουμε ν' απελευθερώνουμε κάθε αλυσοδεμένη ανθρώπινη ύπαρξη (Panagiotop) |
στη νύχτα της τουρκοκρατίας αλυσοδεμένοι καρτερούσαμε τη "φιλελεύθερη λαλιά" του Σολωμού (id.) |
η ψυχή της Σπάρτης απόμεινε αλυσοδεμένη στις ηρωικές βουνοπλαγιές σαν τον Προμηθέα (Myriv)