αλυσοδεμένος -η -ο Adj.  [alisodemenos -i -o, alisothemenos -i -o, alysodemenos -h -o]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • αλυσοδεμένος (maskulin)
  • αλυσοδεμένη (feminin)
  • αλυσοδεμένο (neutrum)


Griechische Definition zu αλυσοδεμένος -η -ο

αλυσοδεμένος, -η, -ο [adivso∂eménos]

① fastened w. a chain (syn αλυσιδωμένος 1a, αλυσόδετος 1):
λιγοστά βαπόρια ξεφορτώνουν, αλυσοδεμένα το ένα με τ' άλλο (Athanasiadis-N)
ⓐ chained, fettered, of divving beings & parts of them (syn αλυσόδετος 1b, αλυσωμένος, σιδηροδέσμιος L):
αλυσοδεμένα αγρίμια |
αλυσοδεμένο θεριό, e.g. δε μ' αρέσουν τ' αλυσοδεμένα θεριά που τα σέρνουν (Venezis) |
χαζεύαν μπροστά στα βαριά αλυσοδεμένα θεριά, που τα βάζανε να χορεύουν (id.) |
το αλυσοδεμένο σαξονικό θεριό (i.e. England) |
με τα χέρια αλυσοδεμένα, e.g. σου γράφω με τα χέρια αλυσοδεμένα| δεσμώτες αλυσοδεμένοι |
αλυσοδεμένοι πιστάγκωνα |
αλυσοδεμένος -η -ο σε μια κολόνα |
ο αλυσοδεμένος -η -ο Προμηθέας |
τον πήρε αλυσοδεμένο ένας καπετάνιος |
τον πήγαν αλυσοδεμένο στη φυλακή |
είδε αλυσοδεμένους χριστιανούς, που πήγαιναν να τους πουλήσουν (Vacalop) |
το σφιχτό του τ' αχείλι, σφιχτό και σαν αλυσοδεμένο, έδειχνε πείσμα (Psichari) |
ο λόρδος κρεμάστηκε αλυσοδεμένος -η -ο απάνω από μια σιγανή φωτιά ωσότου έγινε κάρβουνο (Kazantz) |
οι γαλεριάνοι σκλάβοι τραβούσαν τα βαριά κουπιά αλυσοδεμένοι πάνω στους μπάγκους τους (Evelpidis) |
ένας κατάδικος αλυσοδεμένος -η -ο στον πάσσαλό του (Panagiotop) |
poem τον κόρακα κι αν μέρωσες κι αν αλυσοδεμένο | σέρνεις το γύπα πίσω σου, Bιλαρδουίνε, | τη σκάλα μη την απολνάς κλ (Malakasis) |
στα σίδερα αλυσοδεμένο | μ' έχουν σφιχτά του Mεντρεσέ (Skipis)
② subjugated, enslaved (syn αλυσόδετος 2, σκλαβωμένος, υποδουλωμένος):
αλυσοδεμένη πατρίδα |
αλυσοδεμένα αδέρφια (i.e. enslaved fellow nationals) |
αλυσοδεμένα μυαλά |
gnom ο άνθρωπος γεννήθηκε λεύτερος κι όμως σ' ολόκληρη τη γη είναι αλυσοδεμένος -η -ο (Vrettakos) |
το δαιμόνιο που αισθάνομαι μέσα μου να με κρατεί αλυσοδεμένο και να με τραβά όπου αυτό θέλει (Palam) |
σύρθηκε αλυσοδεμένος -η -ο απ' την απελπισία και την απογοήτευση στα φαληρικά νερά και επνίγη (id.) |
ανοίχτηκε ένα παράθυρο από φως στον αλυσοδεμένο ορίζοντα και γυρίσαμε σα νικητές θριαμβευτές στη σκλαβωμένη πολιτεία (Tsatsos) |
οφείλουμε ν' απελευθερώνουμε κάθε αλυσοδεμένη ανθρώπινη ύπαρξη (Panagiotop) |
στη νύχτα της τουρκοκρατίας αλυσοδεμένοι καρτερούσαμε τη "φιλελεύθερη λαλιά" του Σολωμού (id.) |
η ψυχή της Σπάρτης απόμεινε αλυσοδεμένη στις ηρωικές βουνοπλαγιές σαν τον Προμηθέα (Myriv)
[fr MG αλυσοδεμένος, ppp of αλυσοδένω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback